- καταναλώνομαι
- καταναλώνομαι, καταναλώθηκα, καταναλωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσαναισιμούμαι — όομαι, Α δαπανώμαι, καταναλώνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναισιμῶ «ξοδεύω, καταναλίσκω»] … Dictionary of Greek
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek
υπολικμώ — άω, Α παθ. ὑπολικμῶμαι, άομαι καταναλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λικμῶ «διασκορπίζω, εξαφανίζω»] … Dictionary of Greek
υποσακίζω — και ὑποσακκίζω ΜΑ φρ. «ὑποσακίζω τῆς ὁδοῡ» α) προχωρώ βιαστικά και ζωηρά β) (για άλογο) καλπάζω αρχ. 1. στραγγίζω με την βοήθεια σάκου («ὑποσακκίζειν ὑπηθεῑν τῷ σάκκῳ», Ησύχ.) 2. παθ. ὑποσακίζομαι και ὑποσακκίζομαι μτφ. καταναλώνομαι, ξοδεύομαι.… … Dictionary of Greek